τελέσιος

τελέσιος
-ον, Α
τελευταίος («τελέσιος ἡμέρα
ἡ ἐσχάτη», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -ιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελέσιος — τέλεσις event fem gen sg (epic doric ionic aeolic) τελέσιος finishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσίου — τελέσιος finishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • τελεσιάζω — Α [τελέσιος] (σχετικά με θυσίες) τελώ …   Dictionary of Greek

  • Τελέζιο, Μπερναρντίνο — (Telesio· εξελληνισμένος τύπος Τελέσιος, Κοζέντσα 1509 – 1588). Ιταλός φιλόσοφος. Σπούδασε φιλοσοφία, μαθηματικά και ιατρική στην Πάντοβα. Έπειτα από μια δεκαετία αποσύρθηκε για μελέτες σε ένα μοναστήρι βενεδικτινών, στη νότια Ιταλία, και το 1553 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”